- ερημάζω
- (AM ἐρημάζω) [έρημος]μσν.- νεοελλ.ρημάζω, λεηλατώ, καταστρέφωμσν.1. σκοτώνω, εξοντώνω2. καταστρέφω κάποιον οικονομικά3. καταστρέφομαι, ρημάζω4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ρημασμένος, -η, -οέρημος, στερημένοςαρχ.αφήνομαι, ζω μόνος και έρημος, περπατώ μόνος.
Dictionary of Greek. 2013.